- τυπώνω
- τυπώνω, τύπωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
τυπώνω — τυπῶ, όω, ΝΜΑ [τύπος] νεοελλ. 1. αναπαράγω κείμενα ή εικόνες με το τυπογραφικό πιεστήριο, εκτυπώνω 2. συνεκδ. εκδίδω («τύπωσε μια καινούργια συλλογή ποιημάτων») 3. χαράζω σχέδια με πίεση πάνω σε ένα μαλακό σώμα, αποτυπώνω 4. (το β πρόσ. προστ.… … Dictionary of Greek
τυπώνω — τύπωσα, τυπώθηκα, τυπωμένος 1. αποτυπώνω, απεικονίζω: Το χέρι μου τυπώθηκε στο αλεύρι. 2. εκτυπώνω, αναπαράγω με την τυπογραφία: Τυπώνεται η προκήρυξη. 3. εκδίδω, κάνω τυπογραφικές εκδόσεις: Τυπώνω δύο περιοδικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρατυπώνω — παρατυπῶ, όω, ΝΑ νεοελλ. 1. τυπώνω εσφαλμένα, λανθασμένα 2. τυπώνω πάρα πολλά, περισσότερα από όσα χρειάζονται αρχ. (μόνον το μέσ.) παρατυποῡμαι 1. τυπώνω τη σφραγίδα σφάλερά, παραποιώ («τὸ παρασημηνάμενος ὁ Θουκυδίδης ἐπὶ τοῡ παρατυπώσασθαι τῆν… … Dictionary of Greek
εκτυπώνω — και εκτυπώ ( όω) (AM ἐκτυπῶ) αποτυπώνω πάνω σε μια επιφάνεια κάτι έτσι ώστε να προεξέχει σαν ανάγλυφο νεοελλ. τυπώνω έντυπο με το τυπογραφικό πιεστήριο μσν. 1. διαμορφώνω 2. αναπαριστάνω αρχ. 1. μορφώνω, σχηματίζω, διατυπώνω 2. μέσ. ἐκτυποῡμαι… … Dictionary of Greek
εντυπώνω — (AM έντυπῶ, όω) χαράζω, τυπώνω κάτι με πίεση, αποτυπώνω, εγχαράσσω («εἰς τὰ νομίσματα... ξιφίδια δύο ἐνετύπου», Δίων Κάσσ.) νεοελλ. αποτυπώνω στο μυαλό μου, στη μνήμη μου μσν. (για γράμματα) γράφω αρχ. παθ. είμαι εξομαλυσμένος με πίεση … Dictionary of Greek
επιτυπώ — ἐπιτυπῶ, όω (AM) εκτυπώνω, αποτυπώνω, διατυπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τυπώ «τυπώνω» (< τύπος)] … Dictionary of Greek
ευπαρατύπωτος — εὐπαρατύπωτος, ον (Α) 1. (για νομίσματα) αυτός που παραχαράσσεται εύκολα 2. αυτός που δέχεται εύκολα ψεύτικες εντυπώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα τυπόω, ώ «τυπώνω κακώς»] … Dictionary of Greek
ζιγκογραφώ — έω τσιγκογραφώ*, τυπώνω με τσιγκογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζίγκος + γραφώ (< γράφος* < γράφω), πρβλ. πολιτο γραφώ, χορο γραφώ] … Dictionary of Greek
κακοτυπώνω — 1. τυπώνω άσχημα, ελαττωματικά, ακαλαίσθητα 2. (συν. η μτχ.) κακοτυπωμένος, η, ο κακέκτυπος … Dictionary of Greek
μετατυπώνω — (ΑΜ μετατυπῶ, όω, Μ και ματατυπώνω) νεοελλ. μσν. τυπώνω εκ νέου, ξανατυπώνω, ανατυπώνω αρχ. 1. μετασχηματίζω, μεταποιώ, μεταβάλλω τον τύπο κάποιου 2. μεταβάλλω τη γραφή 3. (γενικά) τροποποιώ, μετατρέπω … Dictionary of Greek